μορφηματικός

μορφηματικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μόρφημα
2. το θηλ. ως ουσ. η μορφηματική
γλωσσ. ο κλάδος τής μορφολογίας που εξετάζει τον σχηματισμό τών λέξεων από συγχρονική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. morphemics (< morpheme < μορφή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”